λαξευτῶν

λαξευτῶν
λαξευτής
stone-hewer
masc gen pl
λαξευτός
hewn out of the rock
fem gen pl
λαξευτός
hewn out of the rock
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • πυριτιοκαλίωση — η, Ν η εμπότιση με πυριτικό κάλιο τών λαξευτών αντικειμένων από ασβεστόλιθο, που γίνεται με σκοπό να επιτευχθεί η σκλήρυνση τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιο + κάλιο] …   Dictionary of Greek

  • Πετραία Αραβία — Παλαιότερη ονομασία της βορειοδυτικής Αραβίας. Πήρε το όνομά της από την πρωτεύουσα του βασιλείου των Ναβαταίων Πέτρα ή Πέτραι. Αρχικά ήταν αποικία των Μιδιανιτών αλλά έφτασε σε μεγάλη ακμή με τους Ναβαταίους. Στη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”